ἐγγενεῖς

ἐγγενεῖς
ἐγγενής
native
masc/fem acc pl
ἐγγενής
native
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Газис, Антимос — Антимос Газис. Антимос Газис (греч. Άνθιμος Γαζής Милиес, Пелион 1758 г.  …   Википедия

  • εγγενής — ές (AM ἐγγενής, ές) 1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῑος») 2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι) αρχ. 1. συγγενής, από… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νοησιαρχία — (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • υλομορφισμός — ο, Ν (φιλοσ.) μεταφυσική αντίληψη που έχει τις απαρχές της στον Αριστοτέλη και κατά την οποία κάθε φυσικό σώμα διέπεται από δύο εγγενείς αρχές ή καταστάσεις, την δυνάμει κατάσταση, που αντιστοιχεί με την άμορφη ύλη, και την ενεργείᾳ κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ρέμκε, Γιοχάνες — (Rehmke, 1848 – 1930). Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος και εκπρόσωπος του φιλοσοφικού ρεύματος της εμμονοκρατίας. Διετέλεσε καθηγητής στο Γκρέιφσβαλντ (1885 1821). Επέκρινε τον υλισμό, τον απλοϊκό ρεαλισμό και τη φιλοσοφία του Καντ για τα «πράγματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”